- πολιτικοκοινωνικός
- η , ό[ν] общественно-политический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολιτικοκοινωνικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα ή συστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτικός + κοινωνικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek